ἐπενώμας

ἐπενώμας
ἐπενώμᾱς , ἐπινωμάω
bring
imperf ind act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • επινωμώ — ἐπινωμῶ, άω (Α) [νωμώ] 1. εφαρμόζω πάνω σε κάτι («οὐδέ τιν’ αὐτῷ παιῶνα κακῶν ἐπινωμᾱν», Σοφ.) 2. προσβλέπω σε κάτι, παρατηρώ («σώματα... ὀμμάτων αὐγαῑς ἐπενώμας», Ευρ.) 3. διανέμω («λάχη τὰ κατ’ ἀνθρώπους ὡς ἐπινωμᾷ στάσις ἀμή», Αισχύλ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”